- επινέμω
- ἐπινέμω (Α)1. διαμοιράζω2. απονέμω («ἡ φύσις τὰς πρὸς τὴν σύστασιν ἡμῶν ἀφορμάς ἐπινείμασα», Γρηγ. Νύσσ.)3. βόσκω κοπάδι σε ξένο βοσκότοπο («ἐάν τις βοσκήματα ἐπινέμῃ, τάς βλάβας ὀρῶντες κρινόντων καὶ τιμώντων», Πλατ.)4. έχω το δικαίωμα νομής5. (για κοπάδι) βόσκω6) πλησιάζω, προσεγγίζω7. μέσ. επινέμομαια) βόσκωβ) (για φωτιά ή αρρώστια) διαδίδομαι γρήγορα, εξαπλώνομαιγ) (για πειρατική συμμορία) επεκτείνω τις δραστηριότητές μουδ) (για συνήθεια) διαδίδομαιε) τρώω κάτι μετά από κάτι άλλοστ) τρώω, φθείρω, καταναλώνωζ) κατοικώ («ἐπινεμόμενοι μέχρι πρὸς τὸν ὠκεανὸν καθήκουσι», Λουκιαν.)8. παθ. καταλαμβάνομαι άδικα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέμω «απονέμω, μοιράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.